- μουσομανία
- μουσομανία, ἡ (Μ) [μουσομανής]μεγάλη αφοσίωση στην ποίηση και στη μουσική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσομανία — μουσομανίᾱ , μουσομανία devotion to the Muses fem nom/voc/acc dual μουσομανίᾱ , μουσομανία devotion to the Muses fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσομανίαις — μουσομανία devotion to the Muses fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)